- δάφνᾳ
- δάφναι , δάφνηsweet bayfem nom/voc plδάφνᾱͅ , δάφνηsweet bayfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δάφνα — Δάφνᾱ , Δάφνη sweet bay fem nom/voc/acc dual Δάφνᾱ , Δάφνη sweet bay fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνα — δάφνᾱ , δάφνη sweet bay fem nom/voc/acc dual δάφνᾱ , δάφνη sweet bay fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνᾳ — Δάφναι , Δάφνη sweet bay fem nom/voc pl Δάφνᾱͅ , Δάφνη sweet bay fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνας — Δάφνᾱς , Δάφνη sweet bay fem acc pl Δάφνᾱς , Δάφνη sweet bay fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνας — δάφνᾱς , δάφνη sweet bay fem acc pl δάφνᾱς , δάφνη sweet bay fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφναφόρος — δαφνᾱφόρος , δαφνηφόρος bay bearing masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφναν — Δάφνᾱν , Δάφνη sweet bay fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφναν — δάφνᾱν , δάφνη sweet bay fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκούλα — η 1. η αγκλίτσα* 2. ραβδί κυρτωμένο στο επάνω άκρο, κατάλληλο για τη συγκομιδή τών καρπών από τα ψηλά κλαδιά τών οπωροφόρων δέντρων 3. κάθε είδος ράβδου, μαγκούρα, μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγκύλη. Για την κατάλ. πρβλ. δάφνη δάφνα] … Dictionary of Greek
τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο … Dictionary of Greek